- Ἑλλάδ'
- Ἑλλάδα , Ἑλλάςpart of Phthiotisfem acc sgἙλλάδι , Ἑλλάςpart of Phthiotisfem dat sgἙλλάδε , Ἑλλάςpart of Phthiotisfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Halcón: Revista de Cultura Griega — o Ιέραξ (Hierax) fue una revista publicada por la asociación helenista Jakintza Baitha y financiada por la caja de ahorros Bilbao Bizkaia Kutxa. Sus principales impulsores fueron el político Juan José Pujana (1943 ) y el escritor Federico Krutwig … Wikipedia Español
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
οιστρώ — οἰστρῶ, άω και έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, όω) [οίστρος] (για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση αρχ. 1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ ἐγὼ μανίαις»,… … Dictionary of Greek
πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν … Dictionary of Greek
Helladian — Heˈlladian, a. and n. rare. [f. Gr. Ἑλλαδ , stem of Ἑλλάς Hellas, Greece + ian.] A. adj. = Hellenic a. 1. B. n. A Hellene or Greek. in Encycl. Londin … Useful english dictionary